- κρανίδιον
- κρᾰνίδιον, τό, Dim. of κράνος (A),A small helmet, IG22.1421.123.2 [[pron. full] κρᾱν-] Dim. of κρανίον, Paul.Aeg.6.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρανίδιον — κρανίδιον, τὸ (AM) μσν. μικρό κρανίο αρχ. μικρή περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μσν. σημ. < κρανίο + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Με την αρχ. σημ. < κράνος + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek